- αδίωκτος
- ος , ον1) не преследуемый; 2) не преследуемый по суду
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδίωκτος — not to be eliminated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδίωκτος — η, ο (Μ ἀδίωκτος, ον) [διώκω] νεοελλ. (συνήθως δικαστ.) αυτός που δεν υφίσταται ή δεν έχει υποστεί δίωξη* μσν. αυτός που δεν απομακρύνεται ή δεν αποβάλλεται, αμετατόπιστος, αμετακίνητος … Dictionary of Greek
αδίωκτος — η, ο αυτός που δεν καταδιώχτηκε: Οι κυριότεροι ένοχοι έμειναν δυστυχώς αδίωκτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιώκτοις — ἀδίωκτος not to be eliminated masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιώκτους — ἀδίωκτος not to be eliminated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)